φιλοκίνδυνος

φιλοκίνδυνος
φῐλο-κίνδῡνος, ον,
A fond of danger, adventurous, X.An.2.6.7, Cyr.2.1.22, D.11.22;

ἐπίπονος καὶ φ. βίος Isoc.10.17

;

θυμοειδὴς καὶ φ. Plu.Arist.17

: [comp] Comp., Luc.Peregr.23: [comp] Sup.,

πρὸς τὰ θηρία φιλοκινδυνότατος X.An.1.9.6

:

τὸ φ.

adventurousness,

Plu.2.966a

, Luc.DMort.14.5, etc.: Adv.

-νως X.Smp.4.33

, OGI248.39 (Pergam., ii B. C.);

φ. ἔχειν Aristid.1.394J.

: [comp] Comp.

-ότερον Onos.1.24

.
2 in bad sense, foolhardy,

-ότατος πάντων ἀνθρώπων εἶ D.20.145

, cf. Ael.VH12.23, Lib.Ep.14.2. Adv.

-νως Luc.DMort. 19.2

;

διετέθησαν Isoc.8.97

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φιλοκίνδυνος — η, ο / φιλοκίνδυνος, ον, ΝΑ αυτός που τού αρέσει να εκτίθεται σε κινδύνους, ριψοκίνδυνος αρχ. 1. (με αρνητική σημ.) απερίσκεπτος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοκίνδυνον ο χαρακτήρας τού φιλοκίνδυνου. επίρρ... φιλοκινδύνως Α με φιλοκίνδυνο τρόπο,… …   Dictionary of Greek

  • φιλοκίνδυνος — φιλοκίνδῡνος , φιλοκίνδυνος fond of danger masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοκίνδυνος — η, ο αυτός που αγαπάει τους κινδύνους, ριψοκίνδυνος, ατρόμητος, άφοβος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλοκινδυνότερον — φιλοκινδῡνότερον , φιλοκίνδυνος fond of danger adverbial comp φιλοκινδῡνότερον , φιλοκίνδυνος fond of danger masc acc comp sg φιλοκινδῡνότερον , φιλοκίνδυνος fond of danger neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοκινδυνότατον — φιλοκινδῡνότατον , φιλοκίνδυνος fond of danger masc acc superl sg φιλοκινδῡνότατον , φιλοκίνδυνος fond of danger neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοκινδύνως — φιλοκινδύ̱νως , φιλοκίνδυνος fond of danger adverbial φιλοκινδύ̱νως , φιλοκίνδυνος fond of danger masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοκίνδυνον — φιλοκίνδῡνον , φιλοκίνδυνος fond of danger masc/fem acc sg φιλοκίνδῡνον , φιλοκίνδυνος fond of danger neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνδυνος — Γενική έννοια που υποδηλώνει την κατάσταση αβεβαιότητας ως προς την πορεία ορισμένων γεγονότων, η οποία σχετίζεται με την ανυπαρξία πρόβλεψης για την έκβασή τους και απόλυτου ελέγχου πάνω σε αυτά. Η έννοια του κ. συνδέεται με τη δυνατότητα… …   Dictionary of Greek

  • φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… …   Dictionary of Greek

  • φιλοκινδυνευτής — ὁ, Μ φιλοκίνδυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κινδυνευτής «ριψοκίνδυνος, παράτολμος»] …   Dictionary of Greek

  • φιλοκινδύνως — Α επίρρ. βλ. φιλοκίνδυνος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”